ὀνύχεσσι

ὀνύχεσσι
ὄνυξ
talons
masc dat pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταδάκνω — (Α) 1. δαγκώνω δυνατά 2. παθ. καταδάκνομαι κατακομματιάζομαι («κατὰ χρόα πάντ ὀνύχεσσι δακνόμενος», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δάκνω «δαγκώνω»] …   Dictionary of Greek

  • νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”